- άνανδρος
- η , ο [ος , ον ] 1.1) трусливый; малодушный;2) недостойный, низкий, подлый; 2. (ο ) 1) трус; 2) подлец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄνανδρος — husbandless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνανδρος — η, ο (Α ἄνανδρος, ον) 1. (για ανθρώπους) ο μη ανδρείος, δειλός, άτολμος 2. (για πράγματα) αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα αρχ. 1. αυτός που δεν διαθέτει άνδρες, ο δίχως άνδρες 2. (για γυναίκες) αυτή που δεν έχει σύζυγο, ανύπανδρη ή χήρα 3. το ουδ … Dictionary of Greek
άνανδρος, -η — ο και άναντρος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι ανδρείος, ο δειλός: Η επίθεση, με τον τρόπο που έγινε, ήταν άνανδρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνανδρότερον — ἄνανδρος husbandless adverbial comp ἄνανδρος husbandless masc acc comp sg ἄνανδρος husbandless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανδρότατα — ἄνανδρος husbandless adverbial superl ἄνανδρος husbandless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανδρότατον — ἄνανδρος husbandless masc acc superl sg ἄνανδρος husbandless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάνδρως — ἄνανδρος husbandless adverbial ἄνανδρος husbandless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνανδρον — ἄνανδρος husbandless masc/fem acc sg ἄνανδρος husbandless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανδροτάτην — ἄνανδρος husbandless fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανδροτάτοις — ἄνανδρος husbandless masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανδροτάτου — ἄνανδρος husbandless masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)